- τεταρτοπώλης
- τεταρτοπώλης, ου, ὁ, dub. sens. in PTeb.180 (i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τεταρτοπώλης — ὁ, Α πιθ. μικροπωλητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέταρτο(ς) + πώλης*] … Dictionary of Greek